τετραστιχία

τετραστιχία
ἡ, Α [τετράστιχος]
1. τέσσερεις στίχοι, τέσσερεις σειρές
2. ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους, τετράστιχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραστιχίαν — τετραστιχίᾱν , τετραστιχία four rows fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστιχίην — τετραστιχία four rows fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”